- χρησιμοθήρας
- ο утилитарист
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρησιμοθήρας — ο, Ν 1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του 2. ο οπαδός τής θεωρίας τής χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
χρησιμοθήρας — ο 1. αυτός που επιδιώκει το χρήσιμο. 2. ωφελιμιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… … Dictionary of Greek
χρησιμοθηρία — η, Ν 1. η επιδίωξη τού ατομικώς ωφέλιμου 2. (φιλοσ.) ηθική θεωρία σύμφωνα με την οποία αγαθό είναι μόνον ό,τι είναι ωφέλιμο, αλλ. ωφελιμισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησιμοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ν. Καζάζη] … Dictionary of Greek
χρησιμοθηρικός — ή, ό, Ν [χρησιμοθήρας] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρησιμοθηρία και στον χρησιμοθήρα. επίρρ... χρησιμοθηρικώς και χρησιμοθηρικά Ν με χρησιμοθηρικό τρόπο … Dictionary of Greek